Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2011

Spirits Of The Dead - The Great God Pan



Οι Spirits Of The Dead είναι μια νορβηγική μπάντα, η οποία, βρίσκεται ανάμεσα μας από το 2007. Ασχολούνται με τη rock μουσική και στον ήχο τους εμφανίζονται οι folk μελωδίες, η ψυχεδέλεια, το progressive ενώ, δεν λείπουν οι heavy στιγμές. Η αισθητική τους είναι ξεκάθαρα retro καθώς, αποπνέει μια σαγηνευτική vintage αύρα, αλλά η οπτική τους είναι στο rock του σήμερα ή/και του μέλλοντος καθώς, όπως οι ίδιοι ισχυρίζονται, η μπάντα έχει το ένα της πόδι στις μουσικές των 60's και 70's και το άλλο στο μοντέρνο ηλεκτρικό rock του έτους 2012. Όπως καταλαβαίνετε, έχουμε να κάνουμε με μια ιδιαίτερη κι άκρως ενδιαφέρουσα, μπάντα.

Πριν λίγο καιρό κυκλοφόρησαν την δεύτερη full length δουλειά τους, η οποία φέρει τον τίτλο The Great God Pan και περιέχει έξι κομμάτια ενώ, η διάρκεια της είναι σχετικά μικρή, μιας και δεν ξεπερνά τα 35 λεπτά. Η παραγωγή του δίσκου είναι πολύ καλή ενώ, θαρρώ πως η ηχογράφηση έγινε live στο studio με την βοήθεια αναλογικού εξοπλισμού -αν και δεν έχω καταφέρει να το επιβεβαιώσω αυτό. Το artwork του δίσκου είναι όμορφο και όπως το εξώφυλλο μαρτυρά, ταιριάζει απόλυτα με την μουσική της μπάντας. Στους στίχους δεν νομίζω πως υπάρχει κάποιο concept ενώ, η ροή του άλμπουμ είναι εφάμιλλη με αυτή των ποταμών.

Οι τέσσερις μουσικοί που αποτελούν τους Spirits Of The Dead είναι ικανότατοι ενώ, το δέσιμο τους είναι απίστευτα καλό. Οι συνθέσεις τους είναι καλοδουλεμένες ενώ, η μουσική τους είναι ανεβαστική και εξαιρετικά ευχάριστη στην ακρόαση, μιας και οι μελωδίες τους μας ταξιδεύουν με ευκολία στα χρόνια του Θεού Πάνα, όπου και ξεφαντώνουμε χορεύοντας στην πολύχρωμη και ανθισμένη Γη της εποχής του, μέχρι τελικής πτώσης. Το The Great God Pan είναι ένας δίσκος που σας προτείνω να ακούσετε, διότι πολύ απλά, με το πέρας της ακρόασης του, ένα χαμόγελο θα ζωγραφιστεί στο πρόσωπό σας -χωρίς καν να το καταλάβετε.

Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2011

It Is Greed To Do All The Talking But Not To Want To Listen At All.. ~ Democritus


Όπως μπορείτε να διαβάσετε κι εδώ, τούτη η διαδικτυακή γωνιά, δημιουργήθηκε πρωτίστως για να καταθέτω τις σκέψεις μου σχετικά με τη μουσική που ακούω και πιο συγκεκριμένα με όσα συγκροτήματα, οι -ποικίλες, δραστηριότητες των οποίων, μου προκαλούν το ενδιαφέρον και δευτερευόντως για να έρθω σε επικοινωνία με άτομα που έχουν παρόμοια ακούσματα με τα δικά μου, διότι μπορεί το blog να λειτουργεί και ως διαδικτυακός μονόλογος, αλλά προσωπικά θα ήθελα να επικοινωνήσετε μαζί μου για οποιοδήποτε σχόλιο/πρόταση/παρατήρηση σχετική με τα γραφόμενα μου ή με το blog γενικότερα. Επειδή βλέπω ότι θα ξεφύγω όμως και θα το κουράσω, ας περάσουμε στο παρασύνθημα: το email του blog είναι phantasmagoriagr@yahoo.com

Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2011

Opeth - Heritage


Το 1990 στην Στοκχόλμη της Σουηδίας δημιουργήθηκε μια μπάντα, που έμελλε να αποτελέσει μεγάλο κεφάλαιο για την ιστορία της σκληρής μουσικής. Το όνομα αυτής, Opeth. Η μουσική τους διαδρομή ξεκίνησε από τα doom/death μονοπάτια της σουηδικής σκηνής και με την πάροδο του χρόνου, δείχνει να καταλήγει σε αμιγώς 70's progressive τοπία. Κάτι που πολλούς μπορεί να τους ξένισε, αλλά η αλήθεια βρίσκεται στη δισκογραφία του συγκροτήματος, από την οποία ποτέ δεν έλειψαν ούτε τα Prog στοιχεία, αλλά ούτε και οι επιρροές από μουσικές αλλοτινών εποχών -ασχέτως εάν αυτά ήταν περιορισμένης έκτασης ως τώρα.

Στον δέκατο full length δίσκο της καριέρας τους -και τρίτο υπό τη σκέπη της πολύ γνωστής στο χώρο εταιρείας, Roadrunner Records, ο οποίος ονομάζεται Heritage και κυκλοφόρησε πριν από μια εβδομάδα επίσημα, η μπάντα αποφάσισε να αποκόψει όλους τους δεσμούς της με το metalικό παρελθόν της. Κάτι που γίνεται σαφές και στα δέκα κομμάτια του δίσκου (ή 12 στην speicial edition), μιας και στην περίπου 60 λεπτών διάρκεια του, οι heavy στιγμές είναι ελάχιστες, τα brutal φωνητικά δεν υπάρχουν πλέον ενώ, τα ακραία metalικά περάσματα έχουν εκλείψει κι αναπληρωθεί από ήχους των φλάουτο, hammond, mellotron, πιάνο.

Η παραγωγή του άλμπουμ έγινε από τον mastermind της μπάντας Mikael Akerfeldt και το alter ego του τα τελευταία χρόνια, Steven Wilson, οπότε το ότι τα πάντα είναι στην εντέλεια, μάλλον γίνεται εύκολα αντιληπτό. Το εξώφυλλο το έχει επιμεληθεί ο επί χρόνια συνεργάτης τους και πολύ γνωστός στον χώρο, Travis Smith, ενώ, σύμφωνα με πρόσφατη συνέντευξη του αρχηγού της μπάντας, αυτό βρίθει συμβολισμών, οι οποίοι φυσικά, σχετίζονται άμεσα με τη μπάντα -με τη μορφή που αυτή έχει τώρα, αλλά και με τη μορφή που είχε στο παρελθόν. Έχω την εντύπωση όμως, πως το τελικό αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι καλύτερο.

Όσον αφορά την απόδοση της μπάντας, αυτή είναι απλά εκπληκτική. Ο Mikael, που έχει γράψει περί του 99% των συνθέσεων, κάνει πολύ καλή δουλειά, τόσο στις κιθάρες, όσο και στο πιάνο με το hammond ενώ, τα φωνητικά του αν και ξεχειλίζουν από συναίσθημα, θαρρώ πως θα μπορούσαν να είναι λίγο περισσότερο εκφραστικά. Η δουλειά του στον συνθετικό τομέα, είναι πάρα πολύ καλή καθώς, αν και το Heritage δεν πρόκειται να αποτελέσει τον κορυφαίο τους ever δίσκο, περιέχει κάποιες πολύ καλές ιδέες, οι οποίες δηλώνουν την ξεκάθαρη αλλαγή μουσικής πλεύσης της μπάντας, διατηρώντας όμως την ταυτότητα του ήχου της.

Οι Martin Axenrot και Fredrik Akesson, σε ντραμς και κιθάρα αντίστοιχα, έχουν επιτελέσει το έργο που τους ανατέθηκε με απόλυτη επιτυχία. Ο Per Wiberg, που πλέον έχει αποχωρήσει από την μπάντα, συμμετείχε στον δίσκο παίζοντας πιάνο, πλήκτρα και hammond ενώ, θαρρώ πως την παράσταση κλέβει με το μπάσο του ο Martin Mendez, οι μπασογραμμές του οποίου, ξεχωρίζουν από την πρώτη κιόλας ακρόαση του δίσκου. Φυσικά, πολύτιμη ήταν και η βοήθεια που προσέφεραν οι guest μουσικοί που συμμετείχαν στον δίσκο: ο Joakim Svalberg στο πιάνο, ο Alex Acuna στα κρουστά και ο Bjorn Johansson Lindh στο φλάουτο.

Το Heritage μπορεί να φέρει νέους οπαδούς στη μπάντα, αλλά είναι σχεδόν βέβαιο πως θα σπείρει την διχόνοια στο στρατόπεδο των παλαιότερων οπαδών τους, αν και θαρρώ πως είναι ξεκάθαρο ότι η αλλαγή του ήχου τους οφείλεται στην αλλαγή του τρόπου έκφρασης των μελών των Opeth και επ' ουδενί στην εμπορικότητα, μιας και το ρίσκο που παίρνουν, είναι μεγάλο. Σημασία έχει όμως ότι ο δίσκος αν και διαφέρει πολύ από τους προκατόχους του, εν τούτοις, διατηρεί τον χαρακτηριστικό ήχο της μπάντας και -το σημαντικότερο, βρίθει ποιότητας. Γι' αυτό -αν και χρειάζεται κάμποσες ακροάσεις, σας τον προτείνω ανεπιφύλακτα.

Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2011

Walk Through Fire - Furthest From Heaven


Οι Walk Through Fire είναι μια τετραμελής μπάντα από τη Σουηδία, που νομίζω -μιας και οι πληροφορίες για το συγκρότημα είναι προς το παρόν περιορισμένες, πως δημιουργήθηκαν το 2008. Έχουν στο ενεργητικό τους δύο δουλειές, με την πρώτη και ομώνυμη να κυκλοφορεί με την D.I.Y. μέθοδο το 2009 -και μπορείτε να την αποκτήσετε δωρεάν και νόμιμα κάνοντας ένα κλικ εδώ ενώ, η δεύτερη δουλειά τους, Furthest From Heaven, κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες μέσω της δισκογραφικής Aesthetic Death -μιας εταιρείας, που ειδικεύεται στο doom και πιο συγκεκριμένα, στις πιο ακραίες εκφάνσεις του, κάτι που γίνεται εύκολα αντιληπτό τόσο από το roster της εταιρείας, όσο κι από τα ακροάματα που μέσω αυτής κυκλοφορούν.

Το Furthest From Heaven διαρκεί 40 λεπτά και περιέχει 4 κομμάτια. Η παραγωγή του είναι καλή ενώ, το artwork που ντύνει τη καταθλιπτική μουσική που περιέχει είναι εξαιρετικό και απόλυτα ταιριαστό με τους όχι και τόσο χαρούμενους ήχους που μας προσφέρει. Sludge, drone, funeral doom/death, post και black metal είναι επιγραμματικά και χονδρικά τα κύρια ιδιώματα που απαντώνται στις συνθέσεις τους. Οι κιθάρες άλλοτε δημιουργούν εφιαλτικά μα συνάμα μελωδικά ηχοτοπία κι άλλοτε ξεσπούν τον θυμό τους με ιδιαίτερη ένταση, την στιγμή που το μπάσο τις συνοδεύει πολύ καλά όπως πολύ καλή είναι και η συνοδεία που προσφέρει στα ντραμς, τα οποία και θεωρώ πως ξεχωρίζουν σε αυτόν τον δίσκο ενώ, τα φωνητικά προδίδουν οργή κι απόγνωση.

Οι Walk Through Fire παίζουν μουσική δύσκολη ως προς την ακρόαση της, μα αρκετά ποιοτική. Η δυσκολία έγκειται στο ότι ο ήχος τους δεν είναι εύπεπτος -ειδικά σε κάποιον που δεν έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με τα μουσικά ιδιώματα που πολύ όμορφα συνδυάζουν ενώ, η ποιότητα έγκειται στο ότι οι συνθέσεις τους δεν κουράζουν, παρόλο που τα 3 από τα 4 κομμάτια του δίσκου ξεπερνούν τα 10 λεπτά σε διάρκεια -αν και αυτό είναι σύνηθες φαινόμενο σε αυτού του είδους τη μουσική. Άρα, το νέο άλμπουμ των Walk Through Fire προτείνεται σε όσους γουστάρουν που και που να ακούν μουσική βουτηγμένη στη μιζέρια και μόνο σε αυτούς, διότι όσοι δεν αρέσκονται σε αυτά τα ακούσματα, δύσκολα θα αναθεωρήσουν ακούγοντας αυτόν τον πολύ καλό δίσκο.

Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2011

The Atlas Moth - An Ache For The Distance


The Atlas Moth είναι η ονομασία ενός σπάνιου είδους πεταλούδας, που συναντάται κυρίως στην Νοτιοανατολική Ασία, αλλά και το όνομα μιας heavy μπάντας, που κατάγεται από το Chicago του Illinois των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Το εν λόγω συγκρότημα δημιουργήθηκε το 2007 και είναι ιδιαίτερα κινητικό ως προς τη δισκογραφία του, μιας και έχει κυκλοφορήσει ως τώρα ένα Single, δυο EPs και δυο full length δίσκους, με τον τελευταίο χρονικά εξ αυτών, να κυκλοφορεί επίσημα, μόλις πριν λίγες μέρες, μέσω της Profound Lore Records -η οποία κυκλοφόρησε κάποιες απίστευτα ποιοτικές δουλειές εσχάτως.

Ο υποφαινόμενος δίσκος, τιτλοφορείται: An Ache For The Distance και περιέχει 9 κομμάτια, η συνολική διάρκεια των οποίων αγγίζει τα 45 λεπτά. Το μουσικό του περιεχόμενο δεν διαφοροποιείται πολύ από το ντεμπούτο της μπάντας, μιας και το παράξενο, αλλά εξαιρετικά ενδιαφέρον μείγμα doom, sludge, blues και ψυχεδέλειας -που πρώτη αυτή η πεντάδα μας παρουσίασε πριν λίγα χρόνια, υπάρχει και σε αυτόν τον δίσκο. Η μοναδική διαφορά σε σχέση με την πρώτη τους δουλειά είναι ότι η πεντάδα των ατόμων, που αποτελεί αυτή τη μπάντα, έχει προοδεύσει σε όλους τους τομείς -κυριολεκτικά σε όλους. Και εξηγούμαι:

Η παραγωγή είναι εμφανώς βελτιωμένη σε σχέση με το ντεμπούτο τους, αφού καταφέρνει να αναδείξει με τον καλύτερο τρόπο όλα τα όργανα -ίσως αυτό να οφείλεται στο το ότι την επιμελήθηκαν οι 2 από τους 3 κιθαρίστες του συγκροτήματος. Οι εν λόγω 2 κιθαρίστες συνεργάζονται άψογα με τον τρίτο της παρέας και θαρρώ, πως είναι περιττό να αναφερθεί ότι η κιθαριστική δουλειά που γίνεται εδώ είναι απλά υποδειγματική -κάτι που θα αντιληφθείτε εύκολα εάν ακούσετε τον δίσκο με ακουστικά. Το rythm section, δηλαδή μπάσο και ντραμς, παίζουν τον σημαντικό ρόλο τους σχεδόν τέλεια ενώ, η χρήση των πλήκτρων είναι απλά μαγική. Το δε σαξόφωνο που κάνει guest εμφάνιση στον δίσκο, μπορεί άνετα να χαρακτηρισθεί σαν το κερασάκι στην τούρτα ενώ, τα φωνητικά ξεχωρίζουν -τόσο τα καθαρά όσο και τα brutal, όχι μόνο διότι κινούνται σε υψηλά επίπεδα, αλλά διότι η χρήση τους είναι πανέξυπνη. Σχιστές black στριγγλιές συνοδεύονται από ψαλμωδίες ενώ, απόκοσμα ουρλιαχτά σφιχταγγαλιάζουν τα μελωδικά φωνητικά σαν να μην υπάρχει αύριο. Το θέμα είναι πως όλα αυτά, συμβαίνουν ταυτόχρονα, χωρίς το ένα να υπερκαλύπτει το άλλο -κάτι που νομίζω, πως μόνο εύκολο δεν είναι, διότι το δέσιμο και ο σωστός συντονισμός που απαιτείται να υπάρχει ανάμεσα στους μουσικούς για να βγει ένα τόσο καλό αποτέλεσμα, πρέπει να αγγίξουν εξωπραγματικά επίπεδα -και όπως σωστά μαντεύετε, τούτοι εδώ οι Αμερικάνοι, όλα αυτά, τα κατάφεραν και μάλιστα, με περίσσιο στυλ.

Το An Ache For The Distance είναι ένα περίεργο κι απόμερο σημείο του Πλανήτη Μουσική, όπου η οδύνη και η ευδαιμονία -δύο έντονα και εκ διαμέτρου αντίθετα συναισθήματα, μοιάζουν και είναι, περισσότερο μονοιασμένα από ποτέ και΄αυτό αντανακλάται και στις σχέσεις των μουσικών ιδιωμάτων που κατοικούν εκεί. Για παράδειγμα, το sludge αν και βρίσκεται σε κατάθλιψη, την πέφτει στο drone, την ίδια στιγμή που τα blues προξενεύουν το doom στην ψυχεδέλεια, η οποία όμως γλυκοκοιτάζει πιο έντονα από ποτέ τον μινιμαλισμό. Όλα αυτά, έχουν ως αποτέλεσμα το μυαλό του ακροατή να ταξιδεύει σε ηχοτοπία γεμάτα υγρασία, που κάνουν τις λάσπες να ξεχειλίζουν από τους βάλτους ενώ, η έντονη δυσωδία που κυριαρχεί στον παράξενο αυτό τόπο, δεν είναι ικανή να αποτρέψει το βλέμμα του αποσβολωμένου επισκέπτη από το διαυγές ουράνιο τόξο -που στέκει αγέρωχο μπροστά από τον πάντα καυτό ήλιο. Οι The Atlas Moth είναι άξιοι θερμών συγχαρητηρίων, διότι, ζωγράφισαν ένα μουσικό τοπίο, που πραγματικά σε μαγεύει διότι, αν και αρχικά σε απωθεί, στο τέλος, παραδίδεσαι αμαχητί στα άψογα κρυμμένα κάλλη του, που σε μαγνητίζουν και σε τραβούν εκεί απ' όπου δεν θα θελήσεις ποτέ να φύγεις: στην ζεστή μα βρώμικη αγκαλιά τους.

Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2011

Old Silver Key - Tales Of Wanderings


Οι Old Silver Key δημιουργήθηκαν φέτος, το 2011, ύστερα από πρωτοβουλία του Roman Sayenko, ηγέτη των Ουκρανών Drudkh, που αποφάσισε να κινηθεί σε πιο ήρεμα μουσικά ρεύματα. Μαζί του, τα υπόλοιπα άτομα που αποτελούν τους Drudkh, αλλά και ο Neige, που είναι ο ιθύνους νους των Γάλλων Alcest, που ανέλαβε τα φωνητικά σε αυτό το νέο project, το οποίο, πριν λίγες μέρες, κυκλοφόρησε το ντεμπούτο του άλμπουμ, Tales Of Wanderings, μέσω της γνωστής δισκογραφικής, Season Of Mist.

Ο δίσκος αποτελείται από 7 κομμάτια κι έχει διάρκεια περίπου 38 λεπτά. Η παραγωγή του είναι αρκετά καλή, αλλά είμαι σχεδόν σίγουρος, ότι θα μπορούσε να είναι λίγο καλύτερα προσεγμένη. Το εξώφυλλο του δίσκου, το έχει επιμεληθεί ο Γερμανός καλλιτέχνης Benjamin Konig ενώ, οι στίχοι των κομματιών έχουν μια αύρα, όμοια με αυτή των παραμυθιών, που όταν ήμασταν μικρά παιδιά, απολαμβάναμε να ακούμε από τους μεγαλύτερους μας. Η μουσική που περιέχει ο δίσκος χαρακτηρίζεται από την ίδια την μπάντα ως post rock, αν και δεν λείπουν τα shoegaze στοιχεία, αλλά ούτε και η τεχνοτροπία, που συναντάται στις υπόλοιπες μπάντες των μελών, που όπως ίσως σας είναι ήδη γνωστό, κινούνται σε πιο ακραίες και σκοτεινές μουσικές φόρμες.

Εν κατακλείδι, τούτο το μουσικό project δεν δημιουργήθηκε ούτε για να φέρει επανάσταση στη μουσική, αλλά θαρρώ, ούτε και για οικονομικούς λόγους, μιας και το post rock μοιάζει να έχει κορεστεί τα τελευταία χρόνια. Όμως, έχω την εντύπωση ότι ο σκοπός τους ήταν να γράψουν μουσική μελωδική, που θα αποτελέσει καλή νυχτερινή παρέα -και το κατάφεραν. Ο δίσκος είναι η καλύτερη συντροφιά είτε για μοναχικές βραδιές στο σπίτι, είτε για όταν υπάρχει καλή παρέα και η συζήτηση κυριαρχείται από αναμνήσεις της μοναδικής ίσως εποχής, που ο άνθρωπος χαρακτηρίζεται από αθωότητα, αυτή της παιδικής ηλικίας.

Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2011

Kauan - Kuu..


Ο ταλαντούχος και μόλις 22 ετών Ρώσος, Anton Belov, έχει δημιουργήσει αρκετά μουσικά projects ως τώρα, με πιο ενεργό, αλλά και πιο ενδιαφέρον από αυτά, να είναι αυτό που φέρει το όνομα, Kauan. Το εν λόγω μουσικό project δημιουργήθηκε στις αρχές του 2005, με πολλά άτομα να περνάνε το κατώφλι της μπάντας, αλλά τελικά -πέραν του ιδρυτή της φυσικά, να καταφέρνει να στεριώσει σε αυτή μόνο η νεαρή και εξαιρετικά ταλαντούχα στο βιολί, Lubov Mushnikova. Έως τώρα έχουν κυκλοφορήσει 4 full length δουλειές. Οι δύο πρώτες κινούνται στο χώρο του ατμοσφαιρικού folk doom/black ενώ, από την τρίτη τους δουλειά είχε φανεί μια στροφή προς post rock και ambient μονοπάτια. Κάτι που όπως αποδείχτηκε δεν ήταν απλά κάποιος πειραματισμός για τη μπάντα, αλλά κανονική αλλαγή μουσικής πλεύσης, μιας και στο τελευταίο τους πόνημα με τίτλο Kuu.. -που στα φινλανδικά σημαίνει Φεγγάρι, τα metal στοιχεία έχουν εκλείψει τελείως -όχι όμως και τα έντονα συναισθήματα, που προκαλούνται από τις εξίσου έντονες, αλλά και συναρπαστικές μελωδίες, που αυτός ο πολύ καλός και διαρκείας περίπου 45 λεπτών δίσκος, μας προσφέρει.

Το πανέμορφο ηχητικά Kuu.. αποτελείται από μόλις 4 κομμάτια, οι τίτλοι των οποίων είναι εξίσου μαγευτικοί με την μουσική που αυτά περικλείουν -βέβαια, θα χρειαστεί να τους μεταφράσετε, μιας και είναι γραμμένοι στα φινλανδικά -τα οποία, μαζί με τα Ρώσικα, αποτελούν τις δυο γλώσσες, στις οποίες είναι γραμμένοι και οι στίχοι των τραγουδιών. Αυτό οφείλω να ομολογήσω πως δεν αποτελεί τροχοπέδη για την απόλαυση του δίσκου, μιας και αυτό που μετράει περισσότερο εδώ, είναι η ερμηνεία, στην οποία γίνεται ξεκάθαρο πως η φωνή του Anton -που έχει αναλάβει και τις κιθάρες, αλλά και τα πλήκτρα, έχει πλέον ωριμάσει ενώ, τα φωνητικά της Alina Roberts -που είναι διάσπαρτα στον δίσκο, σε ξελογιάζουν με χαρακτηριστική ευκολία. Το βιολί της Lubov σε ταξιδεύει σε ηχοτοπία τέτοιας ομορφιάς, που όμοια τους υπάρχουν μόνο στην Χώρα του Ποτέ ενώ, αξίζει να αναφερθεί πως ο δίσκος αυτός, είναι ο μοναδικός στην μέχρι τώρα πορεία της μπάντας, που έχει ηχογραφηθεί εξ' ολοκλήρου με φυσικό τρόπο, αφού δεν χρησιμοποιήθηκε κάποιος ηλεκτρονικός υπολογιστής. Σε αυτό, εκτός των προαναφερθέντων, βοήθησαν και οι Vitaly Tretjakov σε μπάσο, Alexander Zasipkin σε ντραμς και Vladimir Seroukhov σε κιθάρες.

Το artwork του δίσκου, όπως και το εξώφυλλο άλλωστε, θαρρώ πως εκπέμπει μια νοσταλγία, η οποία, ταιριάζει απίστευτα με το σαγηνευτικό μουσικό περιεχόμενο του δίσκου, το οποίο, προκαλεί στον ακροατή ποικίλα συναισθήματα, που ως επί το πλείστον είναι θετικά, αλλά δυστυχώς ή ευτυχώς, περιγράφονται με ιδιαίτερη δυσκολία. Βέβαια, αυτό ίσως είναι και λογικό, μιας και πολλές είναι οι φορές που θέλεις να πεις σε κάποιον πως αισθάνεσαι, αλλά δεν τα καταφέρνεις, διότι αν και μιλούμε μια γλώσσα πλούσια σε έννοιες και λέξεις, αυτές δεν είναι πάντα αρκετές για να περιγράψουν τον εσωτερικό μας κόσμο.

Anyway, η παραγωγή του δίσκου είναι καταπληκτική, μιας και δίνει μια ζωντανή υπόσταση στα τραγούδια, αφού ο ήχος τους μοιάζει σαν να μην βγαίνει από τα ηχεία ή τα ακουστικά, αλλά από το δίπλα δωμάτιο, την μισόκλειστη πόρτα του οποίου μόλις ανοίξεις αντικρίζεις έναν κόσμο, όμοιο με αυτόν που κάθε βράδυ βλέπεις στα περιπετειώδη μα γλυκά, όνειρα σου. Οπότε, το καλύτερο που έχεις να κάνεις, είναι να αποτρέψεις του εξωτερικούς ήχους από το να σε ενοχλήσουν, να επιτρέψεις στο ασημένιο φως του φεγγαριού να συνοδεύσει το χρυσαφένιο φως των κεριών και αφού κλείσεις τα μάτια, να αφεθείς στην μαγεία του Kuu.. Και που ξέρεις, ίσως όταν αυτό το μαγικό ταξίδι τελειώσει, να βρίσκεσαι σε έναν κόσμο, πιο όμορφο κι ελκυστικό από ποτέ -την ύπαρξη του οποίου, ίσως απλά ως τώρα να αγνοούσες..

Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2011

Morne - Asylum



Το 2005 δημιουργήθηκαν οι Morne, που έχουν την βάση τους στην Βοστόνη της Μασαχουσέτης. Οι μουσικές τους ρίζες οδηγούν σε sludge και crust μονοπάτια κυρίως, αλλά ο ήχος τους, δεν περιορίζεται σε αυτά. Η δισκογραφία τους περιλαμβάνει δύο full length δίσκους. Ο πρώτος, που τιτλοφορείται Untold Wait, κυκλοφόρησε το 2009 και απέσπασε καλές κριτικές απ' την πλειοψηφία του μουσικού τύπου ενώ, καλό θα ήταν να τον ακούσετε όσοι δεν το έχετε κάνει ήδη, διότι πέρα απ' τις κριτικές, το άλμπουμ αυτό μπορεί να χαρακτηριστεί φοβερό, απλά και μόνο λόγω των έντονων συναισθημάτων που σου προκαλεί. Anyway, το σημερινό κείμενο δεν γράφεται για τον παρθενικό δίσκο τούτης της πολύ καλής και εγκατεστημένης σε αμερικάνικο έδαφος μπάντας, αλλά..

..Για το Asylum, που αποτελεί την δεύτερη ολοκληρωμένη δισκογραφική δουλειά του συγκροτήματος και κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες. Ο δίσκος αποτελείται από 7 κομμάτια και έχει διάρκεια που αγγίζει τα 66 λεπτά -κάτι που μοιάζει τρομακτικό, αλλά σας διαβεβαιώ ότι ο δίσκος κυλάει ακριβώς όπως και το νερό στις ρωγμές του σταλακτίτη. Η παραγωγή του δίσκου είναι απλά υποδειγματική. Ο ήχος σε ντραμς και μπάσο είναι τέλειος αφού το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικά heavy ενώ, τα φωνητικά δεν ακούγονται πολύ δυνατά -όπως ακριβώς πρέπει δηλαδή. Οι κιθάρες, που παράγουν μεγαλειώδη riffs, συνεργάζονται άψογα με πιάνο και πλήκτρα, τα οποία χρησιμοποιούνται πανέξυπνα, μιας και οι μελωδικές τους πινελιές παίζουν σημαντικό ρόλο στην δημιουργία της γλυκιάς μα συνάμα αποπνικτικής ατμόσφαιρας του δίσκου, στην οποία έχουν συμβάλει τόσο η Jarboe με την καθηλωτική φωνή της, όσο και η Kris Force, με το τσέλο της. Οι δύο τους συνεργάζονται άψογα στο τελευταίο κομμάτι του δίσκου, το οποίο, κλείνει με τον καλύτερο τρόπο αυτό το σαγηνευτικό μουσικό ταξίδι -που φτάνει στον προορισμό του, ακολουθώντας στοιχειωμένα ηχητικά μονοπάτια.

Το Asylum στηρίζεται στις ίδιες βάσεις με τον προκάτοχο του, αλλά η μουσική που περιέχει είναι σαφώς πιο σκοτεινή, αργή και πολύπλοκη -κάτι που σημαίνει πως η μπάντα διατήρησε την ταυτότητα της ενόσω διεύρυνε τους μουσικούς της ορίζοντες. Το post rock θαρρώ πως έχει κυρίαρχο ρόλο στον δίσκο, από τον οποίο δεν λείπουν ούτε τα sludge, αλλά ούτε και τα progressive στοιχεία, τα οποία, αποδεικνύεται εδώ, πως ταιριάζουν απίστευτα με το doom -όταν αυτό εκφράζεται χωρίς αναστολές. Νομίζω, είναι περιττό να αναφερθεί πως οι στίχοι ταιριάζουν εκπληκτικά με τη μουσική, καθώς τα συναισθήματα που εκφράζουν είναι εφάμιλλα με την απελπισία που αποπνέει η μουσική του δίσκου. Είναι γνωστό όμως, ότι η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία, άρα ο δίσκος, δεν μπορεί και δεν πρέπει να χαρακτηριστεί πεσιμιστικός, αφού νομίζω πως η ρεαλιστική αισιοδοξία που σε κυριεύει με το πέρας της ακρόασης του, είναι απόρροια της όμορφης μουσικής που άκουσες και μόνο αυτής.

Ο δεύτερος δίσκος μιας μπάντας που έχει κυκλοφορήσει ένα εξαιρετικό ντεμπούτο, αποτελεί κομβικό σημείο στον δρόμο του εκάστοτε συγκροτήματος για την καθιέρωση ή μη, στα μουσικά δρώμενα. Οι Morne, με το δεύτερο πόνημα τους, έκαναν ξεκάθαρο σε όλους, πως η ύπαρξη τους δεν θα αποτελέσει πυροτέχνημα στον αχανή και σκοτεινό ουρανό της σκληρής μουσικής, αλλά αντιθέτως, εκείνη η προ διετίας έκρηξη, μοιάζει σαν να γέννησε ένα αειφανές αστέρι, η κατάρρευση του οποίου μάλλον θα αργήσει πολύ να επέλθει -κι αυτό είναι κάτι που με χαροποιεί ιδιαιτέρως, διότι οι μπάντες, η μουσική των οποίων ξεχειλίζει από συναίσθημα -εκτός από προσωπική αδυναμία, θαρρώ, πως -πρέπει να, αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της σκληρής μουσικής στις μέρες μας, ειδάλλως πραγματικά ταλαντούχες μπάντες όπως η άνωθεν αναφερθείσα, θα κινδυνέψουν να χαθούν στον ατελείωτο σωρό των πλαστικοποιημένων κυκλοφοριών του σήμερα.

Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2011

The Bliss - Gabbatha


Στην χαραυγή του τρέχοντος αιώνα ή στο λυκόφως του προηγούμενου αιώνα αν προτιμάτε, δηλαδή το -σωτήριον για κάποιους, έτος 2000, κάπου στον Πειραιά, δημιουργήθηκαν οι The Bliss, που αποτελούνται από τρία άτομα. Στα 11 χρόνια της ως τώρα ύπαρξής τους έχουν κυκλοφορήσει δύο demos και έχουν συμμετάσχει σε δύο συλλογές της κολεκτίβα Spinalonga Records ενώ, η συναυλιακή τους παρουσία είναι εκπληκτική καθώς, πέρα απ' το ότι έχουν οργώσει την ελληνική επικράτεια παρουσιάζοντας μέσω εκρηκτικών live τις πολύ δυνατές συνθέσεις τους, έχουν μοιραστεί το ίδιο σανίδι με μπάντες όπως οι Nightstalker και οι Faith No More. Η μουσική τους είναι επηρεασμένη από την 90's σκηνή του Seattle και ειδικότερα από μπάντες όπως οι Soundgarden και Alice In Chains, αλλά και από progressive rock μπάντες όπως οι Tool ενώ, ελληνικά παραδοσιακά στοιχεία συμπληρώνουν το πολύχρωμο και εξαιρετικά ενδιαφέρον παζλ της μουσικής τους. Μουσική, που άνετα χαρακτηρίζεται βαριά, ψυχεδελική, αλλά και περιπετειώδης, εκτός των άλλων.

Στις αρχές του καλοκαιριού και πιο συγκεκριμένα στα μέσα του περασμένου Ιούνη -αν δεν κάνω κάποιο τρομερό λάθος, κυκλοφόρησε το ντεμπούτο full length άλμπουμ της μπάντας, ονόματι Gabbatha. Ο δίσκος αποτελείται από δέκα κομμάτια και η διάρκεια του πλησιάζει τα 70 λεπτά. Την παραγωγή του δίσκου την έχουν επιμεληθεί τα άτομα που απαρτίζουν την μπάντα και αυτό σημαίνει πως όλα ακούγονται όπως πρέπει: δυνατά και καθαρά. Οι σχετικές διαδικασίες διήρκεσαν περίπου δύο χρόνια -αφού ξεκίνησαν το 2009 και ολοκληρώθηκαν φέτος, το 2011. Αυτό, σημαίνει ότι εκτός του ταλέντου, περισσεύει και το μεράκι ενώ, η έμφαση στην λεπτομέρεια είναι εμφανέστατη σε κάθε νότα και μελωδία του δίσκου. Έτσι, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι το απόφθεγμα που ισχυρίζεται πως το καλό πράγμα αργεί να γίνει, μάλλον ισχύει -τουλάχιστον όσον αφορά, τη συγκεκριμένη περίπτωση.

Οι πολλές σε ποσότητα, αλλά και πολύ καλές σε ποιότητα, live εμφανίσεις τους όλα αυτά τα χρόνια, καθώς και ο μεγάλος χρόνος αναμονής για μια ολοκληρωμένη δισκογραφική δουλειά από την μπάντα, είχαν ανεβάσει τις προσδοκίες στα ύψη. Προσδοκίες, που το Gabbatha όχι απλώς εκπλήρωσε, αλλά τολμώ να πω ότι τις ξεπέρασε κιόλας. Ο δίσκος είναι πολύ καλύτερος από ότι ήλπιζα ότι θα είναι. Το συγκρότημα έχει κάνει εκπληκτική δουλειά, αφού μοιάζει πως όλα αυτά τα χρόνια προτίμησε να δουλέψει τις αδυναμίες του και να τελειοποιήσει τις συνθέσεις του πριν μας τις παρουσιάσει -και πάρα πολύ καλά έκανε, όπως καταδεικνύει το αποτέλεσμα αυτής του της απόφασης. Ο συνδυασμός ποντιακών ρυθμών με progressive rock και grudge, είναι απλά μαγικός ενώ, η βιβλική ατμόσφαιρα του δίσκου -που πηγάζει από τον τίτλο του άλμπουμ, ενισχύεται από τα μυστικιστικά μουσικά περάσματα που σου φέρνουν στο μυαλό τους Om, καθώς βυθίζεσαι σε μια ψυχεδελική δίνη, η οποία, επαναφέρει στην μνήμη σου τους -γνωστούς και μη εξαιρετέους, Pink Floyd.

Όχι, η μπάντα δεν διάλεξε τον εύκολο δρόμο της αντιγραφής. Αντιθέτως, επέλεξε να διαβεί τον δύσκολο δρόμο, αυτόν της σκληρής δουλειάς, διότι μόνο έτσι θα μπορούσαν να μπολιάσουν τις επιρροές τους με τον πλέον κατάλληλο τρόπο στον ήχο τους, ο οποίος, άνετα παραλληλίζεται με λαβύρινθο. Με ένα μουσικό λαβύρινθο, η εξερεύνηση του οποίου, όχι μόνο δεν σε κουράζει σωματικά ή ψυχικά, όπως ήταν ο σκοπός του original λαβύρινθου, αλλά το άκρως αντίθετο, ενώ η πόρτα της εξόδου του δεν σε οδηγεί στον άλλο κόσμο, αλλά αντιθέτως, σε βγάζει στο ευωδιαστό μονοπάτι της ευδαιμονίας. Οι The Bliss, δημιούργησαν έναν δίσκο, που τον ακούς και πατάς το repeat κάθε φορά που τελειώνει σχεδόν μηχανικά. Αυτό συμβαίνει διότι πρόκειται για έναν καλοδουλεμένο δίσκο, με τρομερές ιδέες, εκπληκτική παραγωγή και τεχνική αρτιότητα, που η κάθε του ακρόαση σου βγάζει συναισθήματα ψυχικής ανάτασης. Εάν νομίζετε ότι υπερβάλλω, δεν έχετε παρά να ακούσετε τον δίσκο και να βγάλετε τα δικά σας συμπεράσματα -που όπως ίσως καταλάβατε, είμαι σίγουρος ότι θα είναι παρόμοια με τα δικά μου. Έως τότε, απλά θα τον προτείνω ανεπιφύλακτα σε όποιον δηλώνει πως στα ακούσματα του βρίσκεται και η rock μουσική.

Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2011

Anathema - Falling Deeper


Οι Βρετανοί και αγαπημένοι του ελληνικού κοινού, Anathema, που δημιουργήθηκαν το 1990, κυκλοφόρησαν πριν λίγες μέρες έναν ακόμη δίσκο-συλλογή με διασκευές σε δικά τους τραγούδια, το Falling Deeper, που διαρκεί περίπου 39 λεπτά και περιέχει νέες ορχηστρικές εκτελέσεις για εννέα από τα παλαιότερα κομμάτια τους. Πιο συγκεκριμένα, το tracklist του δίσκου έχει ως εξής: 1. Crestfallen, 2. Sleep in Sanity, 3. Kingdom, 4. They Die, 5. Everwake, 6.J’ai Fait Une Promesse, 7.Alone, 8. We, the Gods, 9. Sunset of Age. Πρόκειται λοιπόν για καινούριες ενορχηστρώσεις σε κομμάτια από τα The Crestfallen Ep, Pentecost III Ep, Serenades και The Silent Enigma, κυκλοφορίες, που έχουν στοιχειώσει τα συναισθήματα μας, αλλά και που έχουν γράψει την δική τους ιστορία με ανεξίτηλο μελάνι στον doom/death χώρο. Αναμφίβολα, πρόκειται για μια κυκλοφορία που απαιτεί μπόλικη τόλμη και γερό στομάχι, αφού εμπεριέχει ουκ ολίγες παγίδες για την μπάντα.

Ο δίσκος έχει πανέμορφο εξώφυλλο, αλλά και artwork. Η παραγωγή, που έγινε στα Parr Street Studios που βρίσκονται στη γενέτειρα τους, Liverpool, είναι πολύ καλή ενώ, αξίζει να αναφερθεί πως σε αυτά τα studio έχουν ηχογραφήσει μεταξύ άλλων και μπάντες όπως οι Coldplay και Elbow. Την παραγωγή επιμελήθηκαν οι Andrea Wright και Daniel Cavanagh -που όπως μάλλον γνωρίζετε ήδη, είναι ο κιθαρίστας της μπάντας, αλλά και ο κύριος συνθέτης αυτής ενώ, την επιμέλεια της ορχηστρικής προσέγγισης των κομματιών, είχε ο Dave Stewart, που συνεργάστηκε μαζί τους για πρώτη φορά, στο περσινό, όγδοο full length άλμπουμ τους, We're Here Because We're Here. Τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας είναι τα αδέρφια του Danny, Vincent σε κιθάρα, φωνητικά και Jamie στο μπάσο. Ο Les Smith είναι και πάλι στα πλήκτρα ενώ, τα αδέρφια John και Lee Douglas είναι σε ντραμς και φωνητικά αντίστοιχα. Επίσης, την υπέροχη φωνή της δανείζει σε ένα κομμάτι και η συμπαθέστατη, Anneke Van Giersbergen.

Παραδέχομαι ότι ήμουν αρνητικά προκατειλημμένος για αυτό το άλμπουμ, χωρίς καν, να έχω ακούσει ούτε νότα του. Όταν λίγες εβδομάδες πριν την κυκλοφορία του, η Kscope -στην οποία ανήκουν εδώ και λίγο καιρό, κυκλοφόρησε ένα sample mix του επερχόμενου τότε δίσκου, ενέδωσα στον πειρασμό και το άκουσα. Τι το' θελα? Απογοητεύτηκα. Η απογοήτευση μου όμως έδωσε την θέση της στον ενθουσιασμό μόλις άκουσα τον δίσκο ολοκληρωμένο για πρώτη φορά. Ναι, πρόκειται για κάτι που έχουν κάνει ξανά στο παρελθόν. Ναι, είμαι κι εγώ της γνώμης ότι ύμνους όπως τα Crestfallen, Sunset Of Age και Kingdom, είναι καλύτερα να μην τους πειράζουμε. Τολμώ όμως να τους παραδεχτώ διότι και πάλι το συναίσθημα περισσεύει ενώ, η εκτελεστική αλλά και η συνθετική τους ικανότητα, παραμένουν σε υψηλότατα επίπεδα. Φαίνεται λοιπόν, ότι η μπάντα διανύει μια αρκετά γόνιμη μουσική περίοδο, κι εύχομαι αυτό να συνεχιστεί για λίγο καιρό, διότι πολύ θα ήθελα να κυκλοφορήσουν σύντομα καινούριο υλικό.

Anyway, το συμπέρασμα είναι πως δεν πρέπει να βιαστείτε να βγάλετε πόρισμα για ένα δίσκο από ένα sample -όπως αποτυχημένα έπραξα, διότι το αποτέλεσμα έχει μεγάλες πιθανότητες να είναι μια μεγαλειώδεις κολοτούμπα -την οποία τελικά δεν απέφυγα. Πιο συγκεκριμένα, μην προσεγγίσετε το Falling Deeper έχοντας στο νου σας την παλαιότερη εκδοχή των κομματιών, διότι θα αποπροσανατολιστείτε, οπότε καλό θα ήταν να τον ακούσετε και να του συμπεριφερθείτε ως το νέο πόνημα της μπάντας. Άλλωστε, μόνο έτσι θα τον απολαύσετε καλύτερα και θα αντιληφθείτε ότι το ηχητικό αποτέλεσμα είναι ονειρικό, αέρινο και καθόλου βαρετό. Τέλος, να οφείλω να υπενθυμίσω ότι η μπάντα θα ξανάρθει στη χώρα μας τον ερχόμενο Οκτώβρη για συναυλίες. Στις 7 του μήνα θα εμφανιστούν στο Fuzz Club στην Αθήνα, στις 8 του μήνα στο Principal Club στη Θεσσαλονίκη και τέλος, στις 9 του μήνα, θα επισκεφθούν το Ηράκλειο της Κρήτης, για ένα live που θα πραγματοποιηθεί στον χώρο του ΤΕΙ της πόλης.

Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2011

Magdalena Solis - Hesperia


Από το Βέλγιο προέρχονται οι Magdalena Solis, που έχουν δανειστεί το όνομά τους από μια Μεξικανή κατά συρροή δολοφόνο, που ήταν γνωστή και ως High Priestess Of Blood. Η δράση της δεν περιορίζεται μόνο στους φόνους καθώς, λάμβανε μέρος και σε σεξουαλικά όργια, που αποτελούσαν μέρος κάποιου αλλόκοτου είδους τελετουργικού, μιας και κατά τη διάρκεια τους επιδιδόταν και στην πόση του αίματος των θυμάτων της. Άρα, πιστεύω πως μπορεί κάλλιστα να χαρακτηρισθεί και σαλεμένο το μυαλό της ως άνωθεν αναφερθείσας, αλλά ο ίδιος χαρακτηρισμός ταιριάζει και για τη μουσική της μπάντας από τις Βρυξέλλες.

Οι ίδιοι ονομάζουν την μουσική τους Sun Cult Rock και η περιγραφή του ήχου τους από τους ίδιους, ως παραισθησιογόνος υπερβατικός στα πρότυπα της Κοσμικής Μουσικής, με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο. Άλλωστε, δεν θα μπορούσα να βρω καταλληλότερες λέξεις για να την περιγράψω. Ούτε όσον αφορά το περσινό τους ντεμπούτο EP, Lady Of The Wild Things, ούτε όσον αφορά το Hesperia, τον φετινό τους, πρώτο full length δίσκο, για τον οποίο και γράφεται το κείμενο που αυτή τη στιγμή διαβάζετε.

Το Hesperia, διαρκεί περίπου 43 λεπτά και αποτελείται από 10 κομμάτια. Η παραγωγή του είναι απλά τέλεια, όπως ακριβώς και το εξώφυλλο, αλλά και το γενικότερο artwork του. Επικά space drone σημεία τυλιγμένα με ένα πέπλο ποτισμένο από το έντονο και σαγηνευτικό άρωμα της Ανατολής, μπλέκονται όμορφα με τους καλειδοσκοπικούς ήχους του Οργάνου και των synths ενώ, η κιθάρα, πότε σε κάνει να ονειροβατείς με το γαλήνιο παίξιμο της και ποτέ ξεσπάει με κοφτερά ψυχεδελικά riffs, που σε παρασέρνουν σε έναν tripαριστό χορό, απ΄τον οποίο δεν λείπουν τα διάφορα ηχητικά εφέ, που σε κάνουν να νομίζεις πως αιωρείσαι πάνω από κάποιο ambient folklore πανηγύρι αλλοτινών εποχών, τότε που οι άνθρωποι ευρισκόμενοι σε κατάσταση έκστασης χοροπηδούσαν μέχρι να σβήσει τη φωτιά γύρω από την οποία χόρευαν ο πανίσχυρος Ήλιος, κατά την άφιξη του οποίου, έπεφταν χάμω λιπόθυμοι.

Δύσκολα περιγράφεται η μουσική των Magdalena Solis -όπως ίσως καταλάβατε, μιας και συνοδεύεται και από οπτικά μέσα, τα οποία η μπάντα θεωρεί απαραίτητα για την καλύτερη απόλαυση της. Άλλωστε, η πορεία τους  στον χώρο της μουσικής ξεκίνησε κατά την διάρκεια της ενασχόλησης τους με μια ταινία, την οποία και δεν έχουν ολοκληρώσει ακόμη, αλλά είμαι σίγουρος πως μόλις το συγκεκριμένο project ολοκληρωθεί, θα παίξει με το μυαλό μας, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, που το κάνει η μουσική τους. Η οποία, όσο δύσκολο είναι να αποδοθεί σε λέξεις, τόσο εύκολο είναι να σου δημιουργήσει πολύχρωμες εικόνες στο μυαλό. Επειδή όμως, οι μέρες που διανύουμε δεν χαρακτηρίζονται απ΄την ζωντάνια των χρωμάτων τους, καλό θα είναι να ακούσετε το μαγευτικό Hesperia, το οποίο ήδη καπάρωσε θέση στη λίστα με τα καλύτερα της χρονιάς. Και δεν αναφέρομαι μόνο στην μου δίκη μου σχετική λίστα.





Magdalena Solis - Prophetic Dreams from Magdalena Solis on Vimeo.